μυάγρα

μυάγρα
η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη)
παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα
νεοελλ.
ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω
αρχ.
1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος
2. (κατά τον Δουκάγγ.) «τὸ άναρριπτόμενον τής μυάγρας ξύλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδ-άγρα, πυρ-άγρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυάγρα — μυάγρᾱ , μυάγρα mouse trap fem nom/voc/acc dual μυάγρᾱ , μυάγρα mouse trap fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυάγρας — μυάγρᾱς , μυάγρα mouse trap fem acc pl μυάγρᾱς , μυάγρα mouse trap fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυάγραν — μυάγρᾱν , μυάγρα mouse trap fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυάγραις — μυάγρα mouse trap fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυάγρης — μυάγρα mouse trap fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυαγροφαγώ — μυαγροφαγῶ, έω (Μ) τρώω το φυτό μυάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυάγρα + φαγῶ (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ β τού ἐσθίω)] …   Dictionary of Greek

  • μύαγρον — μύαγρον, τὸ (Α) μυάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μυάγρα, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • CAVEA Leonis — in qua is captus circumduci solet, indigitatur Ezechieli, c. 19. ubi, in allegoria Leaenae et leunculorum eius, h. e. Synagogae Israelis, ut exponit Hebraeam vocem Chaldaeus et filiorum Iosiae Regis, Ioachazi ac Ioachimi; contra leunculum illum,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μυοθήρας — ο (ΑΜ μυοθήρας) αυτός που κυνηγά ποντίκια («ὁ ἐν ταῑς οἰκίαις μυοθήρας ὄφις», Ευστ.) νεοελλ. φρ. «μυοθήρας κύων» ζωολ. είδος λυκόμορφου κατοικίδιου σκύλου που κυνηγά τους ποντικούς και άλλα τρωκτικά αρχ. η μυάγρα, η ποντικοπαγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μυοπαγίδα — η παγίδα για σύλληψη ποντικών, μυάγρα, ποντικοπαγίδα, φάκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + παγίδα. Η λ., στον λόγιο τ. μυοπαγίς, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”